- διακαρτερώ
- (Α διακαρτερῶ (-έω) (AM)1. υπομένω, κάνω υπομονή, εγκαρτερώ2. υποφέρω κάτι με καρτερία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακαρτέρησις — διακαρτέρησις, η (AM) [διακαρτερώ] καρτερικότητα, υπομονή … Dictionary of Greek